Ένα από τα βασικά στοιχεία του Live Performance στη μουσική είναι η επικοινωνία που αναπτύσσεται μεταξύ ακροατηρίου και μουσικού-performer. Η επικοινωνία αυτή βασίζεται κατά μεγάλο μέρος στην «εικόνα» που προσφέρει ο performer στο ακροατήριό του. Αυτός είναι ο σημαντικότερος παράγοντας που κάνει το live να είναι μια ιδιαίτερη εμπειρία, παρά την χαμηλότερη ηχητική του ποιότητα σε σχέση με το track της παραγωγής.
Σαν μια θεατρική παράσταση όπου το έργο αποκαλύπτει το μυστήριο της γέννησης όλων αυτών των ήχων που γεμίζουν το χώρο. Οι κινήσεις του performer εναρμονίζονται με τις ηχητικές εναλλαγές, και επιβεβαιώνουν τις ενεργειακές διακυμάνσεις. Το κοινό συνδυάζει αυτό που βλέπει με αυτό που ακούει, συντονίζεται και κινούμενο ρυθμικά επιβεβαιώνει την αποδοχή του σεναρίου, επιδοκιμάζει, επευφημεί τροφοδοτεί τον performer με το ποσοστό της συμμετοχής του και ο κύκλος επαναλαμβάνεται μέχρι τη λήξη του performance. Αυτή είναι η ουσία του live. Στο χώρο της ηλεκτρονικής μουσικής αυτή η διαδικασία (η «ιεροτελεστία» του performance), είναι αλλοιωμένη και ο όρος «παίζω μουσική» χρησιμοποιείτε για να περιγράψει ακόμα και την απλή εναλλαγή στερεοφωνικών αρχείων ήχου στη διάρκεια κάποιου party.
Η ευκολία του προσιτού laptop και η αφθονία σε software και εξειδικευμένα μουσικά περιφερειακά utilities, δίνουν τη δυνατότητα στον κάθε τεχνολογικά ενημερωμένο μουσικό να παρουσιάσει εύκολα τη δουλειά του σε κοινό. Αυτή η ευκολία της υλοποίησης της μουσικής ιδέας ακόμα και χωρίς αυτή να περάσει από τη διαδικασία του στοιχειώδους performance, χωρίς δηλαδή να παιχτεί κάποιο μουσικό όργανο, παρά τα πλεονεκτήματα που έχει να προσφέρει στην ποιότητα του ηχητικού αποτελέσματος, έχει οδηγήσει στην υπερπροσφορά μουσικής που φτάνει στο κοινό σαν play back. Φυσικά αυτό δεν είναι κακό και ούτε καν δυσάρεστο.
Όμως τόσο εγώ προσωπικά, όσο και άλλοι «εν ήχω αδελφοί» του χώρου της ηλεκτρονικής μουσικής, σαν δημιουργοί νοιώθουμε την ανάγκη μιας ουσιαστικής επανεμπλοκής του performer στο performance, όχι γιατί αυτό είναι μια τέχνη προς εξαφάνιση, άλλα γιατί είναι πραγματική υπαρξιακή ανάγκη τόσο για τον ίδιο τον performer όσο και για το κοινό του. Είναι η “μαγική τελετή” που δίνει στην κάθε εκτέλεση και ακρόαση του μουσικού έργου διαφορετική δυναμική. Είναι μέρος μιας global κουλτούρας εδώ και αιώνες, είναι πολιτισμικό εργαλείο (χωρίς να θέλω να μειώσω την αξία της προετοιμασμένης μουσικής και χωρίς να αγνοώ την απόλαυση της ακρόασης ενός ηχογραφημένου μουσικού κομματιού).
Κατά τη διαδικασία του performance, o performer καλείται να εδραιώσει ένα link μεταξύ της μουσικής του δραστηριότητας «επί σκηνής» και αυτού που τελικά φτάνει στο κοινό του σαν εικόνα ή ήχος. Να κάνει φανερό το ρόλο του, στη διαμόρφωση του ηχητικού αποτελέσματος και δεν αρκούν λίγα buttons, knobs ή faders. Αν και η απαραίτητη τεχνολογία και τεχνογνωσία είναι προσιτές και εύκολα προσβάσιμες, δεν είναι από μόνες τους αρκετές για να προκύψει ένα πειστικό performance.
Η χρήση των «εργαλείων» του live (των σύγχρονων τυποποιημένων ηλεκτρονικών μουσικών οργάνων αλλά και των ιδιαίτερων μηχανισμών ελέγχου του μουσικού υλικού – custom controllers), προϋποθέτει ένα σκεπτικό πάνω στο οποίο βασίζονται οι επιλογές του μουσικού όταν αποφασίζει ποιες μουσικές παραμέτρους και με ποιο τρόπο θα τις ελέγχει για να δομήσει ένα performance.
Στην περίπτωση της ηλεκτρονικής μουσικής, ο μουσικός πέρα από το ρόλο του συνθέτη πρέπει να υιοθετήσει και ένα ρόλο «κατασκευαστή του μουσικού οργάνου» με το οποίο θα παίξει το έργο του στο κοινό. Ενός μουσικού οργάνου που αποτελείται από το software και το hardware που χειρίζεται για να υλοποιήσει τη μουσική του σκέψη. Ενός μουσικού οργάνου που η ηχητική του συμπεριφορά δεν υπακούει στους φυσικούς νόμους (όπως συμβαίνει στην περίπτωση των ακουστικών οργάνων). Η ύλη από την οποία είναι δομημένο δε συμμετέχει στη διαμόρφωση του ηχητικού αποτελέσματος. Ενός οργάνου που παράγει μόνο σήμα ελέγχου. Δε δημιουργεί στο ακροατήριο προσδοκίες και δεν επιβεβαιώνει με κάποιο τρόπο τη δομή του, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με ένα σαξόφωνο. Στην περίπτωση του σαξοφωνίστα, η δραστηριότητα του performance επιβεβαιώνει τη δομή του οργάνου και ο ήχος που παράγει είναι γνωστός και αναμενόμενος, αναγνωρίσιμος μέσα στο συνολικό ηχητικό άκουσμα μιας μπάντας ενώ η οπτική αντίληψη του performance του σαξοφωνίστα επιβεβαιώνει το τυπικό πρωτόκολλο παιξίματος σαξοφώνου που έχει σαν πληροφορία στο υποσυνείδητό του ο μέσος ακροατής. Αυτή η δυνατότητα που δίνεται στον ακροατή να διακρίνει τα δομικά στοιχεία μιας μουσικής σε σχέση με την αντίληψη της σκηνικής δραστηριότητας που τα δημιουργεί, είναι αυτή που δίνει νόημα στην έννοια του live performance.
Στην ηλεκτρονική μουσική το «όργανο» με την ευρεία έννοια του όρου, όπως ανέφερα πιο πάνω, δεν έχει τυποποιημένη ηχητική συμπεριφορά, ο τρόπος χειρισμού του, ακόμα κι όταν είναι εμφανής και ευδιάκριτος στο ακροατήριο, είναι κάτι που αντιλαμβάνεται μόνο ο performer. Ο ρόλος του λοιπόν, είναι να δημιουργήσει συνθήκες επικοινωνίας με τον ακροατή κάνοντας φανερή την αντιστοιχία των χειρισμών του και του παραγόμενου ηχητικού αποτελέσματος. Να παίξει με τη δυνατότητα του ακροατή να αντιλαμβάνεται αυτή την αντιστοιχία. Να κάνει performance.